ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ βιβλίο 2 Geoffrey

Ένα μικρό δείγμα της ιστορίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 / ΓΕΝΕΘΛΙΑ
Το πεδίο της μάχης ήταν γεμάτο άψυχα κορμιά, αλλά οι δυο αντίπαλες στρατιές ακόμα πολεμούσαν μέχρι να πέσει κι ο τελευταίος. Οι έφιπποι μουσουλμάνοι με το έμβλημα του Σαλαδίνου στη σημαία, έστεκαν στις πίσω γραμμές, αφήνοντας τους πεζούς στρατιώτες να συγκρούονται σώμα με σώμα με τους σταυροφόρους ιππότες του τάγματος του Ναού. Ο Ζακ ντε Μολέ, πλάι στον Ζοφρουά ντε Σαρνέ με τα λευκά ράσα, με τον κόκκινο σταυρό στο στήθος, που ήταν ποτισμένα από το αίμα συντρόφων και εχθρών ένιωθαν τα χέρια τους μουδιασμένα απ’ τα βαριά σπαθιά, αλλά ήξεραν ότι δεν έπρεπε να υποκύψουν. Ολόκληρο το τάγμα εμπνεόταν απ’ το θάρρος και την τόλμη τους κι έδιναν όλο τους τον εαυτό για να υπερασπιστούν τους Άγιους Τόπους. Οι ασπίδες απέκρουαν τα σπαθιά. Η αντάρα του πολέμου και οι ιαχές, διατάρασσαν τη γαλήνη της φύσης.
..........
Ο Ζοφρουά τινάχτηκε στον ύπνο του και ξύπνησε. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο γρήγορα και δυνατά όσο ποτέ από φόβο ότι η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο κι έπρεπε να προστατευτεί.
Πέταξε τα σκεπάσματα και κάθισε στο κρεβάτι, κρατώντας το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του, καθώς τα είχε ακουμπήσει στα γόνατα του, προσπαθώντας να ηρεμήσει από την έξαψη, και να ξεπεράσει εκείνον τον εφιάλτη, που ήταν τόσο ζωντανός, που του έδινε την εντύπωση ότι πραγματικά βρισκόταν σε μάχη σαν σταυροφόρος με τους μουσουλμάνους έξω από ένα κάστρο στην Ιερουσαλήμ!
Σηκώθηκε με πόδια που έτρεμαν και πήγε στη κουζίνα για να πιει λίγο νερό να συνέλθει. Ο γιος του, ο Ρουά, βρισκόταν κι εκείνος εκεί μ’ ένα ποτήρι νερό στο χέρι και βλέμμα χαμένο.
«Τι κάνεις εδώ;!» τον ρώτησε ο Ζοφρουά με φωνή που έτρεμε ελαφρά, ενώ κατάλαβε κάπως αργά την αφελή του ερώτηση.
«Είδα έναν εφιάλτη…» απάντησε εκείνος, με την ίδια ένταση στη φωνή του.
«Αλήθεια;! Κι εγώ…» είπε ο Ζοφρουά κι έβαλε ένα ποτήρι νερό και το ήπιε λαίμαργα.
«Είδα μια μάχη», άρχισε να περιγράφει ο Ρουά κι ο πατέρας του τον κοίταξε μουδιασμένος ξαναζώντας το δικό του εφιάλτη. «Πολεμούσαν σταυροφόροι με μουσουλμάνους στρατιώτες κι εμείς ήμασταν στους σταυροφόρους και σκοτώσαμε μερικούς  στρατιώτες με τα σπαθιά μας… ήταν πολύ ζωντανό όνειρο, σαν να βρισκόμουν εκεί…» συμπλήρωσε την αφήγηση του.
...............

Ο Μανουέλ βρισκόταν μέσα στο σκοτάδι. Τα μάτια του, μάταια προσπαθούσαν να προσαρμοστούν για να διακρίνουν κάτι. Ο χώρος είχε υγρασία και το σώμα του που ήταν τυλιγμένο μ’ ένα λευκό πανί, έτρεμε απ’ το κρύο. Τα γυμνά του πέλματα πατούσαν σε κάτι τραχύ, σαν βραχώδες πέτρωμα, όπου στο πλάι του ξαφνικά φάνηκε ένα άνοιγμα που όλο και μεγάλωνε καθώς ο ογκώδης βράχος που έμοιαζε να φράζει κάποια είσοδο μετακινιόταν σιγά-σιγά κυλιόμενος πάνω στις πέτρες.
Το φως του ήλιου μπήκε μέσα τυφλώνοντας τον για λίγο. Έκλεισε τα μάτια κι όταν τα άνοιξε είδε μπροστά του έναν ιππότη με λευκό ράσο με κόκκινο σταυρό στο στήθος, μακριά γκριζαρισμένα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά και μακριά γενειάδα. Στα χέρια του κρατούσε ένα μπρούτζινο κύπελλο και τον κοιτούσε κατάματα. Το γνώριζε εκείνο το κύπελλο! Ήταν εκείνο στο οποίο μοιράστηκε το κρασί με τους μαθητές του.
Ο ιππότης του συστήθηκε.
«Με λένε Ζοφρουά ντε Σαρνέ…»
Ο Μανουέλ ένιωσε τη καρδιά του να χτυπάει δυνατά και μια δύνη τον παρέσυρε. Ένιωσε ότι έπεφτε σ’ ένα κενό και άνοιξε τα μάτια του με μια κοφτή φωνή για να βρεθεί ζαλισμένος στο δωμάτιο του. Η αγωνία του δεν τον εγκατέλειψε για πολύ ώρα και το όνειρο που είδε τριγύριζε μέσα στο νου του με κάθε λεπτομέρεια, έχοντας την εντύπωση ότι δεν ήταν απλά ένα όνειρο, αλλά μια προηγούμενη ζωή του!
..................

Στο γραφείο του, τον περίμενε ένας υπηρεσιακός φάκελος απ’ το υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Το άνοιξε και διάβασε για την μετάθεση ενός επιθεωρητή απ’ το Montrouge στο Παρίσι στο τμήμα ανθρωποκτονιών. Το όνομα τον έκανε να χλομιάσει. Κάθισε βαρύς στη καρέκλα με τη καρδιά του να σταματάει.
Ζοφρουά ντε Σαρνέ!
Ακόμα ζούσε μέσα σ’ εκείνο το όνειρο που τον ξύπνησε στις πέντε το πρωί και δεν τον άφησε να ξανακοιμηθεί, γεμίζοντας τον μια ανεξήγητη αγωνία.
..............

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου